βγαίνω

βγαίνω
(εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω)
1. εξέρχομαι
2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό»)
3. αναβλύζω, εκπηγάζω
4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα»)
5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω
6. προκύπτω ως συμπέρασμα («δεν βγαίνει τίποτε απ' τα λόγια του»)
7. εξάγεται ως κέρδος («τί βγαίνει με τις κλάψες;»)
8. ενεργούμαι, αποπατώ
9. φρ. α) «βγαίνω απ' τ' αβγό» — μεγαλώνω, γίνομαι ώριμος β) «βγαίνω απ' τα όρια» ή «...απ' τον δρόμο του Θεού» — παρεκτρέπομαι
γ) «βγαίνω απ' τα ρούχα μου» — εξοργίζομαι
δ) «βγαίνω ασπροπρόσωπος» — επιτυγχάνω σε δοκιμασία
ε) «βγαίνω νικητής» — νικώ, επικρατώ, επιτυγχάνω
στ) «βγαίνω στη γύρα» — περιοδεύω, κάνω επισκέψεις (ή ζητώ επίμονα κάτι, κυρίως δανεικά)
9. παροιμ. «κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ' όνομα» — η καλή φήμη των ανθρώπων, η υπόληψη, αυτά είναι ανώτερο και από την σωματική τους αρτιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. βγαίνω < μσν. εβγαίνω (με σίγηση του αρκτικού άτονου -ε-) < *εγβαίνω (με αντιμεταχώρηση φθόγγων) < αρχ. εκβαίνω (με αφομοιωτική τροπή του κ σε γ προ του β)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βγαίνω — βγαίνω, βγήκα, βγαλμένος βλ. πίν. 109 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έβγω — βγαίνω …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβάλλω — βγαίνω σιγά σιγά, κάνω την εμφάνιση μου, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ προβάλλω «εκδιώκω, αποβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • εκφοιτώ — ἐκφοιτῶ ( άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α) 1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω 2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι 3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ 4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι 5. καταντώ, καταλήγω …   Dictionary of Greek

  • εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • παρεκβαίνω — ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α [εκβαίνω] 1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι 2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ 3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα τής ομιλίας ή τού συγγράμματος,… …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”